-
1 παραπέρα
-
2 αιρω
эп.-ион. ἀείρω (aor. ἦρα, ἤειρα и ἄειρα, pf. ἦρκα; med.: aor. 1 ἠράμην, pf. ἦρμαι; pass.: fut. ἀρθήσομαι, aor. ἤρθην, pf. ἦρμαι) тж. med.1) поднимать(ὑψόσε τι Hom.; τινὰ ἀπὸ γῆς Plat.)
ὅ αἰετὸς ἐς αἰθέρα ἀέρθη Hom. — орел поднялся в небо;ὀρθὸν αἴ. κάρα Aesch., — поднимать голову;ἥ μάχαιρά οἱ ἄωρτο Hom. — (сбоку) у него был подвешен нож;τινὸς ἄντα ἔγχος ἀεῖραι Hom. — поднять копье на кого-л.;ὅπλα ἀρέσθαι Xen. — пустить в ход оружие;τὰ σημεῖα ἤρθη Thuc. — сигнальные значки были подняты (к бою);ὀφθαλμὸν ἄρας, εἶδέ με Soph. — подняв глаза он увидел меня;κοῦφον αἴ. βῆμα ἔς τι Eur. — спешить куда-л.;τὸ ὕδωρ ᾔρετο Xen. — вода поднялась;αἴ. θεούς Plat. или μηχανέν αἴ театр. Plut. — поднимать на сцену машину с богами ( для развязки драматического действия), перен. пускать в ход чрезвычайные средства;ζυγὸν ἀ. Thuc. — принять на себя ярмо2) возводить, строить(τεῖχος Thuc.)
ὄλβος, ὃν Δαρεῖος ἦρεν Aesch. — процветание, которое создал Дарий3) захватывать, похищать, уводить(μῆλα ἐξ Ἰθάκης Hom.)
4) убирать прочь, удалять(τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Plat.)
ἀρθείσης τῆς τραπέζης Plut. — когда стол был унесен;εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον, αὐτὸς ἀρθήσει τάχα Arph. — если ударишь его, сам будешь немедленно уничтожен;συνθήκας ἄρασθαι Diog.L. — отменять (расторгать) договоры5) лог. отрицать(οὔτε αἴρειν τι, οὔτε τίθεσθαι Sext.)
6) подниматься7) стойко выдерживать, переносить(μόρον πολυπενθῆ Aesch.; ἆθλον Soph.)
8) med. приобретать, получатьἕλκος ἀρέσθαι Hom. — получить рану;
κῦδος ἀρέσθαι Hom. — стяжать славу;νίκας ἀρέσθαι Pind. — одержать победы;ὄγκον ἀρέσθαι Soph. — возгордиться9) med. брать (что-л.) на себя, предпринимать(πόλεμον Aesch., Her., Thuc., Xen.; πόνον Eur.)
πατρὴ δίκας ἀρέσθαι τῶν φονευσάντων πάρα Soph. — покарать убийц отца10) восстанавливатьἀπὸ σμικροῦ μέγα τι αἴ. Aesch. — вернуть былое величие чему-л.
11) преподносить, подавать(οῖνόν τινι Arph.)
αἶρε τὸ νᾶμα Theocr. — принеси воды12) воен. отправлятьτὰς ναῦς ἄραντες ἀπὸ τῆς γῆς Thuc. — выйдя на кораблях в море;
στόλον ἀπὸ τῆς χώρας ἆραι Aesch. — отплыть с флотом13) воен. отправлятьсяἄρας τῷ στρατῷ Thuc. — выступив в поход с войском;
ἆραι ἐκ τῶν Ἀχαρνῶν Thuc. — покинуть район Ахарны;νόστον ἀρέσθαι Eur. — пуститься в обратный путь14) увеличивать, расширятьὑψοῦ αἴ. θυμὸν λύπαισι Soph. — целиком предаваться своему горю;
ἥ δύναμις τῶν Ἀθηναίων ᾔρετο Thuc. — могущество афинян возросло;τῷ λόγῳ τὸ πρᾶγμα αἴ. Dem. — раздувать вопрос, преувеличивать значение дела;ῇρθη μέγας Dem. — он достиг большого могущества
См. также в других словарях:
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek